αχλύς

αχλύς
887 ἀχλύς
{сущ., 1}
мрак, мгла, тьма, туманность.
Синонимы: 1105 (γνόφος), 2217 (ζόφος), 4655 (σκότος).
Ссылки: Деян. 13:11.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αχλύς" в других словарях:

  • ἀχλῦς — ἀχλύς mist fem acc pl ἀχλύς mist fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …   Dictionary of Greek

  • Ἀχλύς — Ἀχλύ̱ς , Ἀχλύς fem acc pl Ἀχλύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχλύς — ἀχλύ̱ς , ἀχλύς mist fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχλῦν — ἀχλύς mist fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχλύα — Ἀχλύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχλύας — Ἀχλύς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχλύας — ἀχλύς mist fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχλύες — Ἀχλύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχλύες — ἀχλύς mist fem nom/voc pl ἀχλύ̱ε̄ς , ἀχλύω to be pres ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχλύν — Ἀχλύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»